ὀλιγῶλαξ
Look at other dictionaries:
ολιγώλαξ — ὀλιγῶλαξ, ώλακος, ὁ, ἡ (Α) δωρ. τ.) βλ. ολιγαύλαξ … Dictionary of Greek
ολιγαύλαξ — ὀλιγαῡλαξ, ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ αύλαξ)] … Dictionary of Greek